αχερωίς

αχερωίς
ἀχερωΐς (-ίδος), η (Α)
1. η λεύκα
2. φρ. «Ἀχερωΐδες ὄχθαι» — οι όχθες του Αχέροντος της Μικράς Ασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παράγωγο ενός θ. αχερω- (ή αχερωσ- ή αχερωF-) με επίθημα -ις. Από τους αρχαίους θεωρήθηκε, ίσως παρετυμολογικά, παράγωγο του Αχέρων (πρβλ. «Αχερωΐδες όχθαι», Νίκανδρος επικός, Αλέξ. 13). Η υπόθεση, εξάλλου, ενός β' συνθετικού -ωΐς (< *-ωσις;), που συνδέεται με λιθ. uosis και άλλες βαλτο-σλαβικές λέξεις για το δέντρο μελία, δεν φαίνεται πειστική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀχερωίς — ἀχερωΐς , ἀχερωίς white poplar fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχερωίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχερωίδα — Ἀχερωίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχερωίδες — Ἀχερωίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχερωίδι — Ἀχερωίς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχερωίδος — Ἀχερωίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχερωίδα — ἀχερωΐδα , ἀχερωίς white poplar fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχερωίδες — ἀχερωΐδες , ἀχερωίς white poplar fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχερωίδι — ἀχερωΐδι , ἀχερωίς white poplar fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχερωίδος — ἀχερωΐδος , ἀχερωίς white poplar fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”