- αχερωίς
- ἀχερωΐς (-ίδος), η (Α)1. η λεύκα2. φρ. «Ἀχερωΐδες ὄχθαι» — οι όχθες του Αχέροντος της Μικράς Ασίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παράγωγο ενός θ. αχερω- (ή αχερωσ- ή αχερωF-) με επίθημα -ις. Από τους αρχαίους θεωρήθηκε, ίσως παρετυμολογικά, παράγωγο του Αχέρων (πρβλ. «Αχερωΐδες όχθαι», Νίκανδρος επικός, Αλέξ. 13). Η υπόθεση, εξάλλου, ενός β' συνθετικού -ωΐς (< *-ωσις;), που συνδέεται με λιθ. uosis και άλλες βαλτο-σλαβικές λέξεις για το δέντρο μελία, δεν φαίνεται πειστική].
Dictionary of Greek. 2013.